- ωοθήκη
- Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και βάρους 3-4 γρ. κατά μέσον όρον. Ο όγκος και το σχήμα της ω. δεν είναι σταθερά, γιατί είναι δυνατόν να υποστούν σημαντικές μεταβολές σε σχέση με τον μηνιαίο κύκλο, κατά την κύηση και μετά την εμμηνόπαυση.
Μαζί με τη σάλπιγγα, που την περιβάλλει μερικώς, η ω. αποτελεί εξάρτημα της μήτρας.
Η ω. έχει δύο βασικές λειτουργίες: μία αναπαραγωγική, που περιέχει τα βλαστικά κύτταρα (ωοκύτταρα), και μία ενδοκρινική, που παράγει ορμόνες (οιστρογόνα και προγεστερόνη). Σε αυτή διακρίνονται δύο κύρια μέρη: η μυελώδης ουσία, πλούσια σε αιμοφόρα αγγεία, και η φλοιώδης ουσία, που περιέχει τα ωοθυλάκια, στα οποία βρίσκονται τα ωοκύτταρα. Τα ωοθυλάκια που υπάρχουν σε κάθε ω. είναι περίπου 400.000 στο θηλυκό νεογνό, αλλά μόνο ένας περιορισμένος αριθμός από αυτά (όχι περισσότερα από 400-500) ωριμάζει: το μεγαλύτερο μέρος ατροφεί. Σε κάθε μηνιαίο κύκλο (από την ήβη μέχρι την εμμηνόπαυση) μόνο ένα ωοθυλάκιο ωριμάζει· το ώριμο ωοθυλάκιο μεταφέρεται προς την εξωτερική επιφάνεια της ω. και σπάει απελευθερώνοντας το ωοκύτταρο που περιέχει· το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ωορρηξία και συνήθως συμβαίνει περίπου στα μισά του κύκλου. To ωάριο, ελεύθερο πλέον, εισέρχεται στην αντίστοιχη σάλπιγγα και από εκεί μετά από μερικές μέρες φτάνει στη μήτρα· αν γονιμοποιηθεί από το σπερματοζωάριο, φωλιάζει στο τοίχωμα της μήτρας και αναπτύσσεται· αν, αντίθετα δεν γονιμοποιηθεί, αποβάλλεται κατά την εμμηνορυσία. Ως ενδοκρινής αδένας, η ω. έχει τέλος πρωτεύοντα ρόλο στη ρύθμιση της πολύπλοκης και λεπτής ορμονικής ισορροπίας του γυναικείου οργανισμού.
(Βοτ.) Ω. καλείται το τμήμα του άνθους των αγγειοσπέρμων, μέσα στο οποίο περικλείονται τα ωοκύτταρα ή σπερματοβλάστες. Αποτελείται από ένα ή περισσότερα μεταμορφωμένα φύλλα, τα καρπόφυλλα.
1) άρρηκτο ωοθυλάκιο? 2) ωοκύτταρο? 3) ωοθυλάκιο του Γκράαφ? 4) συνδετικός ιστός? 5) ωχρό σωμάτιο? 6) αγγεία της μυελώδους ουσίας? 7) επιθήλιο της ωοθήκης 8) μυελώδης ουσία? 9) αρχικά ωοθυλάκια 10) κοιλότητα του ωοθυλάκιου.
* * *η, Ν1. ανατ. καθένας από τους δύο αδένες, αριστερά και δεξιά τής μήτρας τής γυναίκας, που παράγουν τα θηλυκά γεννητικά κύτταρα, τα ωάρια, και είναι ταυτόχρονα ενδοκρινείς αδένες2. βοτ. το διογκωμένο βασικό τμήμα τού καρποφύλλου τών αγγειόσπερμων φυτών, που περιέχει τις σπερματικές βλάστες3. ζωολ. το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο τών ζώων, που παράγει τους θηλυκούς γαμέτες, τα ωάρια4. ωοδόχη, αβγοθήκη ή αβγουλιέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θήκη. Η λ., ως όρος τής βιολ., είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ovaire, και μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.